-
1 τριγλοφόρος
τριγλο-φόρος, Seebarben tragend, bringend; τριγλοφόρος χιτών, das Netz, worin man Seebarben fing -
2 τριγλοφορος
-
3 τριγλοφόρος
τριγλοφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριγλοφόρος
-
4 τριγλο-φόρος
τριγλο-φόρος, Seebarben tragend, bringend, τριγλοφόρος χιτών, das Netz, worin man Seebarben fing, Satyr. 1 (VI, 11).
См. также в других словарях:
τριγλοφόρος — ον, Α 1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια 2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» δίχτυ για αλιεία τρίγλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + φόρος*] … Dictionary of Greek